- αρκεβούζιο
- Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό που με την πάροδο του χρόνου πήρε ποικίλες μορφές και ονόματα. To γέμισμα των α. γινόταν με μαύρη πυρίτιδα, με σιδερένια ή μολυβένια σφαιρίδια, στην αρχή όμως ακόμα και με πέτρες. Είχαν κατασκευαστεί διάφοροι τύποι α. που διακρίνονταν κυρίως από το διαφορετικό σύστημα πυροδότησης, όπως το α. εξωτερικής πυροδότησης, στο οποίο η πυροδότηση γινόταν με την επαφή μιας πυρακτωμένης ράβδου ή ενός αναμμένου κάρβουνου σε πυρίτιδα τοποθετημένη επάνω και μέσα σε μια οπή, που λεγόταν οπή πυρός και βρισκόταν στο ουραίο του όπλου, το α. επί διχάλου, μεγαλύτερο από το πρώτο, που στηριζόταν σε τρίποδα, το α. μετά θαλάμης που το γέμιζαν από το ουραίο, το α. μετά τροχού, στο οποίο η πυροδότηση γινόταν με την περιστροφή ενός οδοντωτού τροχού, δηλαδή όταν περιστρεφόταν oτροχός τριβόταν δυνατά με ένα κομμάτι πυριτόλιθου, παράγονταν έτσι σπινθήρες και επομένως εκπυρσοκρότηση. Εξέλιξη του α. είναι το τουφέκι.
Αρκεβούζιο με πυριόβολο που κατασκευάστηκε στο Μιλάνο (18ος αι.), με φιτίλι (16ος αι.) και γυναικείο με πυριόβολο γερμανικής κατασκευής (16ος αι.) (φωτ. Sef).
Στο σχέδιο, ελαφρό αρκεβούζιο με τροχό, και κάτω, βαρύ αρκεβούζιο με διχαλωτό στήριγμα.
Ένα τάμα του 15ου αι., αφιερωμένο από έναν αρκεβουζιέρη (φωτ. Prato).
Dictionary of Greek. 2013.